κατευναστής

κατευναστής
κατευναστής
servant
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κατευναστής — ο, θηλ. κατευνάστρια (Α κατευναστής) [κατευνάζω] νεοελλ. αυτός που κατευνάζει, που καταπραΰνει αρχ. 1. αυτός που οδηγεί κάποιον στην κλίνη, θαλαμηπόλος 2. (ως προσωνυμία τού θεού Ερμή) αυτός που οδηγεί τους νεκρούς στον Άδη («κατευναστὴς καὶ… …   Dictionary of Greek

  • κατευνασταῖς — κατευναστής servant masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατευνασταί — κατευναστής servant masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατευναστήν — κατευναστής servant masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατευναστῶν — κατευναστής servant masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατευνάστρια — η (Μ κατευνάστρια) νεοελλ. θηλ. τού κατευναστής* μσν. 1. η γυναίκα που οδηγεί κάποιον στην κλίνη, γυναίκα θαλαμηπόλος («τῶν προκοίτων καὶ κατευναστριῶν γυναικῶν», Νικ. Χων.) 2. αυτή που προκαλεί τον θάνατο («κύλιξ ζωής κατευνάστρια», Νικ. Χων.).… …   Dictionary of Greek

  • κατευναστάς — κατευναστά̱ς , κατευναστής servant masc acc pl κατευναστά̱ς , κατευναστής servant masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”